Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐπ ὶ ταῖς ἐλπίσι

См. также в других словарях:

  • περινοώ — έω, ΜΑ [νοώ] 1. σκέπτομαι προσεκτικά, στοχάζομαι (α. «περινοῶν πάντα τὸν κίνδυνον», Πλούτ. β. «περινοοῡντί μοι τὰ σπουδαῑα», Τατιαν.) 2. συλλαμβάνω με τον νου, σχηματίζω μια άποψη («ἐν ἰδιωτικῇ λέξει μεγάλα περινοοῡντος», Ωριγ.) 3. εξαπατώ… …   Dictionary of Greek

  • προσανέχω — Α [ἀνέχω] 1. κρατώ ακόμη 2. περιμένω κάτι με υπομονή 3. αφοσιώνομαι, προσκολλώμαι σε κάποιον 4. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι 5. μτφ. έχω εμπιστοσύνη, βασίζομαι σε κάτι («οὗτοι... εὐθαρσῶς ὑπέμενον τὴν πολιορκίαν, προσανέχοντες ταῑς ἐλπίσι τῆς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»